- σκιερός
- -ή, -ό / σκιερός, -ά, -όν, ΝΑ, και σκιαρός, -ή, -ό, Ν1. αυτός που παρέχει ή έχει σκιά (α. «στα σκιερά τα λαγκάδια...», Ζερβ.β. «ὄρος σκιερόν», Αριστοφ.)2. αυτός που βρίσκεται στη σκιά (α. «σκιερή τοποθεσία» β. «ἀπὸ σκιαρᾱν παγᾱν», Πίνδ.)3. σκοτεινόχρωμος, σκούροςνεοελλ.1. αδιαφανής2. φρ. (αστρον.-φυσ.) α) «σκιερό σώμα» — κάθε ετερόφωτο σώμα που, όταν φωτίζεται, σχηματίζει, σε διεύθυνση αντίθετη από εκείνην τής φωτεινής πηγής, σκιάβ) «σκιερός κώνος» — η σκιά που δημιουργείται από ένα ετερόφωτο σκιερό σώμα, όπως είναι οι πλανήτες και οι δορυφόροι, αλλ. κώνος σκιάςμσν.-αρχ.(για οφθαλμό) τυφλόςαρχ.αμυδρός («σκιερὸς ἀστήρ», Βέττ. Βάλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -ερός / -αρός (πρβλ. θαλ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.